- γαρίδα
- Κοινή ονομασία διαφόρων καρκινοειδών της τάξης των δεκάποδων μακρόουρων. Έχουν σώμα πεπλατυσμένο στα πλευρά και μακριά πόδια μεταπλασμένα σε όργανα πλεύσης· γι’ αυτό λέγονται και μακρόουρα κολυμβητικά, αντίθετα από τις καραβίδες, τις αστακογαρίδες κλπ., που περπατούν και λέγονται μακρόουρα βαδιστικά. Τα πιο γνωστά είδη είναι η γ., κοινώς γάμπαρη, που έχει μέγιστο μήκος 20 εκ. και 3 ζεύγη γναθικά πόδια, και η οποία ζει κοντά στις ακτές της Μεσογείου, και η ρόδινη γ., θαλάσσια επίσης, που ονομάζεται έτσι επειδή κατά το ψήσιμο παίρνει ρόδινο χρώμα και διαθέτει οδοντωτό και μυτερό ασπίδιο.
Οι γ. των γλυκών νερών είναι καρκινοειδή της τάξης των αμφιπόδων. Και αυτές έχουν πεπλατυσμένο σώμα στις πλευρές, ενώ οι οφθαλμοί που λείπουν στα σπηλαιόβια (όπως στο niphargus) είναι άμισχοι: τα βράγχια βρίσκονται στα πόδια του θώρακα.
Από τις γαρίδες, το πιο κοινό είδος είναι η γάμπαρη, που το μήκος της φτάνει μέχρι 20 εκ.
* * *ηγενική ονομασία εδώδιμων Δεκάποδων Καρκινοειδών τής υπόταξης Κολυμβητικά που μορφολογικά χαρακτηρίζονται από ένα ενιαίο χιτινώδες κάλυμμα τού κεφαλοθώρακα (όστρακο), από πέντε ζευγάρια βαδιστικών ποδιών και από μια ανεπτυγμένη κοιλιά, πλευρικά πεπιεσμένη2. φρ. «μάτι γαρίδα» — μάτι διεσταλμένο σαν τής γαρίδας από την αϋπνία ή από μεγάλη επιθυμία για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρίδα, αιτιατική τού αρχ. ονόματος καρίς «γενική ονομασία μικρών οστρακόδερμων, γαρίδα»].
Dictionary of Greek. 2013.